συναναμέλπω

συναναμέλπω
Α
τραγουδώ μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀναμέλπω «τραγουδώ, ανυμνώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μέλπω — (ΑM μέλπω) 1. εξυμνώ κάποιον με άσματα («μέλποντες Ἑκάεργον», Ομ. Ιλ.) 2. τραγουδώ, άδω, ψάλλω (α. «είς τών δύο φρουρούντων μονομμάτων έμελπε κλέφτικον άσμα», Παπαδ. β. «καταγλαϊζόμένος καὶ μέλπων γηθόμενος», Μηναί.) αρχ. 1. μέσ. μέλπομαι α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”